-
1 трубка
1. (маленькая труба, труба небольшого сечения) о σωλήνας, το σωληνάριοвакуумная - κενού, η λυχνία κενού- Вентури - Βεντούρι, η χοάνη λήψης του ταχύμετρου- взрыва (геол.) το διάστημα (από αέρια)2. (телефонная) το ακουστικό (του τηλεφώνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубка